ὀπισθοβαρής

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθοβᾰρής Medium diacritics: ὀπισθοβαρής Low diacritics: οπισθοβαρής Capitals: ΟΠΙΣΘΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: opisthobarḗs Transliteration B: opisthobarēs Transliteration C: opisthovaris Beta Code: o)pisqobarh/s

English (LSJ)

ὀπισθοβαρές,
A loaded behind, metaph., τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῖς ἀνάγκαι OGI383.120 (Nemrud Dagh, i B. C.), cf. Plot.6.9.4, Simp.in Epict.p.35 D.
2 name of an eyesalve, Aët.7.115: as adjective, ἄδηκτον μὲν ὀ. δέ ib.109.

German (Pape)

[Seite 358] ές, hinten beschwert, Simplic. ad Epict. p. 128.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθοβᾰρής: -ές, ὁ ὄπισθεν βεβαρημένος, πεφορτισμένος, Πλωτῖν. 6. 9, 4.

Greek Monolingual

-ές (Α ὀπισθοβαρής, -ές)
φορτωμένος στο πίσω μέρος, πισώβαρος
αρχ.
1. μτφ. αυτός του οποίου το βάρος θα γίνει αισθητό στο μέλλον («τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῖς ἀνάγκαι», επιγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀπισθοβαρές
είδος κολλυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. υπερβαρής].