ὀρθοκρισία
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
German (Pape)
[Seite 374] ἡ, grades, gerechtes Urtheil, Cyrill.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοκρῐσία: ἡ, δικαία κρίσις, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2, σ. 286.
Greek Monolingual
ὀρθοκρισία, ἡ (Α)
ορθή, δίκαιη κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κρισία (< -κρίσις < κρίνω), πρβλ. κακοκρισία].