ὀφίκιον
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Greek Monolingual
το (AM ὀφφίκιον, Α και ὀφίκιον)
(ιδίως στους Βυζαντινούς) αξίωμα, κατά κατηγορία, διαφόρων εκκλησιαστικών, αυλικών, πολιτικών και στρατιωτικών αρχόντων της αυτοκρατορίας
νεοελλ.
δημόσιο λειτούργημα, δημόσιο αξίωμα, τίτλος, βαθμός, τιμητική διάκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. officium «υπηρεσία»].