ὁμόκραιρος

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόκραιρος Medium diacritics: ὁμόκραιρος Low diacritics: ομόκραιρος Capitals: ΟΜΟΚΡΑΙΡΟΣ
Transliteration A: homókrairos Transliteration B: homokrairos Transliteration C: omokrairos Beta Code: o(mo/krairos

English (LSJ)

ὁμόκραιρον, with like horns, Nonn. D. 1.336, al.

German (Pape)

[Seite 337] mit gleichen Hörnern, Nonn. D. 1, 335.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκραιρος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν κεφαλὴν ἢ ὅμοια κέρατα, Νόνν. Δ. 1. 336.

Greek Monolingual

ὁμόκραιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοια κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κραῖρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. ορθόκραιρος)].