ὑπάγροικος
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ὑπάγροικον, somewhat coarse, somewhat vulgar, somewhat clownish, S.E.M.6.50, Plu.2.710d (Comp.), Marcellin.Puls.126, etc.; ὑπαγροικοτέρα διάλεκτος Ar.Fr.685 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1179] etwas bäurisch; Sext. Emp. adv. mus. 50; διάλεκτος ὑπαγροικοτέρα Ar. ib. adv. gramm. 228.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
quelque peu rustique ou grossier.
Étymologie: ὑπό, ἄγροικος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπάγροικος: мужиковатый, грубоватый (διάλεκτος Arph.; ἄνδρες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπάγροικος: -ον, ὁπωσοῦν ἄγροικος, Λατ. subrusticus, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 50, Πλούτ., κλπ.˙ ὑπαγροικοτέρα διάλεκτος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο κατά κάποιο τρόπο αγροίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀγροῖκος].