ὑψίτερος

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψίτερος Medium diacritics: ὑψίτερος Low diacritics: υψίτερος Capitals: ΥΨΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: hypsíteros Transliteration B: hypsiteros Transliteration C: ypsiteros Beta Code: u(yi/teros

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, Comp. of Adv. ὕψι, loftier, δρύες Theoc.8.46.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
plus haut.
Étymologie: ὕψι.

German (Pape)

έρα, ερον, Kompar. vom adv. ὕψι, höher, erhabener, Theocr. 8.46.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίτερος: [compar. к ὑψηλός более высокий (δρύες Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ ἐπιρρ. ὕψι, ὑψηλότερος, δρύες Θεόκρ. 8. 46.

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α ὕψι
(συγκριτ. βαθμός) υψηλότερος.

Greek Monotonic

ὑψίτερος: -α, -ον, επίθ. από συγκρ. του επιρρ. ὕψι, υψηλότερος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὑψίτερος, η, ον [Comp. of adv. ὕψι]
loftier, Theocr.