ὠκύμολος
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
Full diacritics: ὠκῠμολος | Medium diacritics: ὠκύμολος | Low diacritics: ωκύμολος | Capitals: ΩΚΥΜΟΛΟΣ |
Transliteration A: ōkýmolos | Transliteration B: ōkymolos | Transliteration C: okymolos | Beta Code: w)ku/molos |
ὠκύμολον, quick-going, Suid.
ὠκύμολος: -ον, ὁ ταχέως πορευόμενος, Σουΐδ.
-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ταχὺ πορευόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + θ. μολ- (πρβλ. ἔμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αὐτόμολος].