ὠτοκωφέω
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
to be hard of hearing, Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτοκωφέω: εἶμαι κωφὸς τὰ ὦτα, «ὠτοκωφεῖ· βαρέως ἀκούει» Ζωναρᾶς 1897.