προσπάσχω: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[συμπάσχω]], [[συμπονώ]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] εντελώς αφοσιωμένος σε κάποιον ή [[νιώθω]] σφοδρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]] («ταῑς [[κατά]] θάλασσαν ἐργασίαις προσπάσχειν», Δικαίαρχ. Γεωργ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποφέρω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] («μείζω τῶν προτέρων προσπάσχειν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> συγκινούμαι επί [[πλέον]]. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[συμπάσχω]], [[συμπονώ]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] εντελώς αφοσιωμένος σε κάποιον ή [[νιώθω]] σφοδρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]] («ταῑς [[κατά]] θάλασσαν ἐργασίαις προσπάσχειν», Δικαίαρχ. Γεωργ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποφέρω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] («μείζω τῶν προτέρων προσπάσχειν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> συγκινούμαι επί [[πλέον]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσπάσχω:'''<b class="num">I.</b> έχω κάποιο πρόσθετο ή ιδιαίτερο [[ψυχικό]] [[πάθος]], [[αίσθημα]], σε Πλάτ.· <i>τινί</i>, για [[κάτι]], σε Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[νιώθω]] παράφορη [[αγάπη]], σε Ισοκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A experience in addition, Pl.Phd.74a; suffer as well, μείζω τῶν πρότερον Aristid.1.156J., cf. Lib.Or.12.74; to be further affected, τῇ ψυχῇ περί τινων Isoc.10.55. II to be devoted to addicted to, feel affection for, c. dat., Plu.2.514a, Sert.26, Luc.Dem.Enc.40; τῷ καλῷ Cic.Att.2.19.1; ᾧ προσπέπονθε Phld.Lib.p.6 O.; [τῷ θεῷ] μόνῳ Arr.Epict.2.16.46; ταῖς κατὰ θάλασσαν ἐργασίαις Dicaearch.1.24: abs., Macho 2.2; τὸ προσπεπονθός that which has an affinity with a thing, Plu.2.499e (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 776] (s. πάσχω), noch dazu leiden, erfahren, Plat. Phaed. 47 a u. Sp., wie Luc. Dem. enc. 40; noch dazu Leidenschaft haben, τινί, für Etwas, τῷ καλῷ, Cic. ad Attic. 2, 19; Plut. amator. 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσπάσχω: ἔχω πρόσθετόν τι ἢ ἰδιαίτερον ψυχικὸν πάθος, αἴσθημα, Πλάτ. Φαίδων 74Α˙ τινί, περί τινος πράγματος, Κικ. πρ. Ἀττ. 2. 19, Πλουτ. 2. 514Α, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 40, κτλ. ΙΙ. = προσπαθέω, Ἰσοκρ. 217Α, Μάχων ἐν «Ἐπιστολῇ» 1, Πλουτ. Σερτ. 26, πρβλ. προσπάθεια.
French (Bailly abrégé)
f. προσπείσομαι, ao.2 προσέπαθον, etc.
1 souffrir en outre;
2 avoir de l’affection ou du goût pour, τινι.
Étymologie: πρός, πάσχω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. συμπάσχω, συμπονώ
2. είμαι εντελώς αφοσιωμένος σε κάποιον ή νιώθω σφοδρή επιθυμία για κάτι («ταῑς κατά θάλασσαν ἐργασίαις προσπάσχειν», Δικαίαρχ. Γεωργ.)
αρχ.
1. υποφέρω κάτι ακόμη («μείζω τῶν προτέρων προσπάσχειν», Ισοκρ.)
2. συγκινούμαι επί πλέον.
Greek Monotonic
προσπάσχω:I. έχω κάποιο πρόσθετο ή ιδιαίτερο ψυχικό πάθος, αίσθημα, σε Πλάτ.· τινί, για κάτι, σε Λουκ. κ.λπ.
II. νιώθω παράφορη αγάπη, σε Ισοκρ.