προσπαθέω
From LSJ
English (LSJ)
feel passionate love for, πρὸς ἄλλην χώραν Arr.Epict.3.24.82, cf. Ph.2.48 (s.v.l.); τινι Arr.Epict.4.1.77, cf. M.Ant.5.1; to be affected by contact with, become susceptible to, τῇ ὕλῃ Dam.Pr. 414.
German (Pape)
[Seite 776] Leidenschaft wofür haben, leidenschaftliche Zuneigung zu einem Gegenstande haben; πρός τι, Arrian. Epict. 3, 24; M. Ant. 5, 1.
Greek (Liddell-Scott)
προσπᾰθέω: ὡς τὸ προσπάσχω, αἰσθάνομαι πλήρη πάθους ἀγάπην πρὸς..., πρός τι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 82· τινι αὐτόθι 4. 1, 77· πρβλ. Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄ σ. 186 κἑξ.