λειμωνιάς: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λειμωνιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λειμώνιος]]. | |mltxt=[[λειμωνιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λειμώνιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λειμωνιάς:''' -[[άδος]], ποιητ. θηλ. του [[λειμώνιος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 30 December 2018
English (LSJ)
άδος, poet. fem. of λειμώνιος, νύμφη λ.
A meadow-nymph, S.Ph.1454 (anap.), A.R.2.655; cf. λειμακίδες, λειμων-ιάτης λίθος, ὁ, a stone of grass-green colour, Plin.HN37.172.
German (Pape)
[Seite 23] άδος, ἡ, bes. fem. zu λειμώνιος, νύμφαι, Wiesennymphen; Soph. Phil. 1454; Ap. Rh. 2, 655 u. öfter; bei Orph. auch αὖραι, πνοαί.
Greek (Liddell-Scott)
λειμωνιάς: -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ λειμώνιος, νύμφη λ., νύμφη τοῦ λειμῶνος, Σοφ. Φιλ. 1454 (λυρ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 655· πρβλ. λειμακίδες.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
de prairie.
Étymologie: λειμών.
Greek Monolingual
λειμωνιάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. λειμώνιος.