λειμακίδες
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
αἱ, λ. νύμφαι meadow-nymphs, Orph.A.646 Ruhnk. (λιμνακίδων codd., λιμναίων Hermann).
Greek (Liddell-Scott)
λειμᾰκίδες: -αἱ, λ. νύμφαι, τοῦ λειμῶνος νύμφαι, Ὀρφ. Ἀργ. 644, Ruhnk.
Greek Monolingual
λειμακίδες, αἱ (Α)
φρ. «λειμακίδες νύμφαι» — νύμφες τών λειμώνων, τών λιβαδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λείμαξ, -κος + κατάλ. -ίδες (πρβλ. Βαυκίδες)].