προσπάσχω: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσπάσχω:'''<b class="num">I.</b> έχω κάποιο πρόσθετο ή ιδιαίτερο [[ψυχικό]] [[πάθος]], [[αίσθημα]], σε Πλάτ.· <i>τινί</i>, για [[κάτι]], σε Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[νιώθω]] παράφορη [[αγάπη]], σε Ισοκρ.
|lsmtext='''προσπάσχω:'''<b class="num">I.</b> έχω κάποιο πρόσθετο ή ιδιαίτερο [[ψυχικό]] [[πάθος]], [[αίσθημα]], σε Πλάτ.· <i>τινί</i>, για [[κάτι]], σε Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[νιώθω]] παράφορη [[αγάπη]], σε Ισοκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-πάσχω bovendien ervaren.
}}
}}

Revision as of 12:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπάσχω Medium diacritics: προσπάσχω Low diacritics: προσπάσχω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΣΧΩ
Transliteration A: prospáschō Transliteration B: prospaschō Transliteration C: prospascho Beta Code: prospa/sxw

English (LSJ)

   A experience in addition, Pl.Phd.74a; suffer as well, μείζω τῶν πρότερον Aristid.1.156J., cf. Lib.Or.12.74; to be further affected, τῇ ψυχῇ περί τινων Isoc.10.55.    II to be devoted to addicted to, feel affection for, c. dat., Plu.2.514a, Sert.26, Luc.Dem.Enc.40; τῷ καλῷ Cic.Att.2.19.1; ᾧ προσπέπονθε Phld.Lib.p.6 O.; [τῷ θεῷ] μόνῳ Arr.Epict.2.16.46; ταῖς κατὰ θάλασσαν ἐργασίαις Dicaearch.1.24: abs., Macho 2.2; τὸ προσπεπονθός that which has an affinity with a thing, Plu.2.499e (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 776] (s. πάσχω), noch dazu leiden, erfahren, Plat. Phaed. 47 a u. Sp., wie Luc. Dem. enc. 40; noch dazu Leidenschaft haben, τινί, für Etwas, τῷ καλῷ, Cic. ad Attic. 2, 19; Plut. amator. 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσπάσχω: ἔχω πρόσθετόν τι ἢ ἰδιαίτερον ψυχικὸν πάθος, αἴσθημα, Πλάτ. Φαίδων 74Α˙ τινί, περί τινος πράγματος, Κικ. πρ. Ἀττ. 2. 19, Πλουτ. 2. 514Α, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 40, κτλ. ΙΙ. = προσπαθέω, Ἰσοκρ. 217Α, Μάχων ἐν «Ἐπιστολῇ» 1, Πλουτ. Σερτ. 26, πρβλ. προσπάθεια.

French (Bailly abrégé)

f. προσπείσομαι, ao.2 προσέπαθον, etc.
1 souffrir en outre;
2 avoir de l’affection ou du goût pour, τινι.
Étymologie: πρός, πάσχω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. συμπάσχω, συμπονώ
2. είμαι εντελώς αφοσιωμένος σε κάποιον ή νιώθω σφοδρή επιθυμία για κάτι («ταῑς κατά θάλασσαν ἐργασίαις προσπάσχειν», Δικαίαρχ. Γεωργ.)
αρχ.
1. υποφέρω κάτι ακόμη («μείζω τῶν προτέρων προσπάσχειν», Ισοκρ.)
2. συγκινούμαι επί πλέον.

Greek Monotonic

προσπάσχω:I. έχω κάποιο πρόσθετο ή ιδιαίτερο ψυχικό πάθος, αίσθημα, σε Πλάτ.· τινί, για κάτι, σε Λουκ. κ.λπ.
II. νιώθω παράφορη αγάπη, σε Ισοκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-πάσχω bovendien ervaren.