λύγδινος: Difference between revisions
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λύγδῐνος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> από [[λευκό]] [[μάρμαρο]], σε Βάβρ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[λευκός]] σαν [[μάρμαρο]], σε Ανθ. | |lsmtext='''λύγδῐνος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> από [[λευκό]] [[μάρμαρο]], σε Βάβρ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[λευκός]] σαν [[μάρμαρο]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λύγδῐνος:''' Anth. [[λυγδίνεος]] 3<br /><b class="num">1)</b> из белого мрамора, беломраморный ([[εἴδωλον]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> белый как мрамор ([[τράχηλος]] Anacr.; κωνία μαστῶν Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A of white marble, βωμός Africa Italiana 1.325 (Cyrene, i B.C.), cf. AP6.209 (Antip. Thess.), Babr.30.1; λυγδίνη λίθος Philostr.Im. Prooem. 2 marble-white, λ. κώνια μαστῶν AP5.12 (Phld.); τράχηλος Anacreont.15.27.
German (Pape)
[Seite 67] von weißem Marmor, εἴδωλον, Antp. Sid. 24 (VI, 209); blendend weiß wie Marmor, τράχηλος, Anacr. 15, 25; λύγδινα κώνια μαστῶν, Philodem. 18 (V, 13).
Greek (Liddell-Scott)
λύγδῐνος: -η, -ον, ἐκ χαλκοῦ μαρμάρου, Βάβρ. 30. 1, Ἀνθ. Π. 6. 209. 2) λευκὸς ὡς μάρμαρον, λ. κώνια μαστῶν ὁ αὐτ. 5. 13· τράχηλος Ἀνακρεόντ. 15. 27.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de marbre blanc.
Étymologie: λύγδος.
Greek Monolingual
λύγδινος, -ίνη, -ον (Α) λυγδος
1. κατασκευασμένος από λευκό μάρμαρο, μαρμάρινος («λυγδίνη λίθος», Φιλόστρ.)
2. (για το σώμα) λευκός και στιλπνός σαν το επεξεργασμένο μάρμαρο, αστραφτερός («περὶ λυγδίνῳ τραχήλῳ χάριτες πέτοιντο πᾱσαι», Ανακρεόντ.).
Greek Monotonic
λύγδῐνος: -η, -ον,
1. από λευκό μάρμαρο, σε Βάβρ., Ανθ.
2. λευκός σαν μάρμαρο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λύγδῐνος: Anth. λυγδίνεος 3
1) из белого мрамора, беломраморный (εἴδωλον Anth.);
2) белый как мрамор (τράχηλος Anacr.; κωνία μαστῶν Anth.).