λυγδίνεος

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυγδίνεος Medium diacritics: λυγδίνεος Low diacritics: λυγδίνεος Capitals: ΛΥΓΔΙΝΕΟΣ
Transliteration A: lygdíneos Transliteration B: lygdineos Transliteration C: lygdineos Beta Code: lugdi/neos

English (LSJ)

α, ον, = λύγδινος (of white marble, marble-white) 2, δειρή AP 5.47 (Rufin.).

German (Pape)

λύγδινος, λυγδινέη δειρή Rufin. 36 (V.48).

Russian (Dvoretsky)

λυγδίνεος: (ῐ) Anth. = λύγδινος.

Greek (Liddell-Scott)

λυγδίνεος: [ῐ], -α, -ον, = λύγδινος, Ἀνθ. Π. 5. 48.

Greek Monolingual

λιγδίνεος, -α, -ον, θηλ. και -η (Α) λύγδινος
(για το σώμα) λύγδινος, λείος, στιλπνός, χυτός σαν μάρμαρο.

Greek Monotonic

λυγδίνεος: [ῐ], -α, -ον, = λύγδινος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λυγδῐ́νεος, η, ον = λύγδινος, Anth.]