λυγδίνεος
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
α, ον, = λύγδινος (of white marble, marble-white) 2, δειρή AP 5.47 (Rufin.).
German (Pape)
= λύγδινος, λυγδινέη δειρή Rufin. 36 (V.48).
Russian (Dvoretsky)
λυγδίνεος: (ῐ) Anth. = λύγδινος.
Greek (Liddell-Scott)
λυγδίνεος: [ῐ], -α, -ον, = λύγδινος, Ἀνθ. Π. 5. 48.
Greek Monolingual
λιγδίνεος, -α, -ον, θηλ. και -η (Α) λύγδινος
(για το σώμα) λύγδινος, λείος, στιλπνός, χυτός σαν μάρμαρο.
Greek Monotonic
λυγδίνεος: [ῐ], -α, -ον, = λύγδινος, σε Ανθ.
Middle Liddell
λυγδῐ́νεος, η, ον = λύγδινος, Anth.]