μῦμα: Difference between revisions

From LSJ

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source
(26)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=μῡμα, -ατος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] εδέσματος από ψιλοκομμένο [[κρέας]] ανάμικτο με [[αίμα]], [[τυρί]], [[μέλι]], [[ξίδι]] και αρωματικά φυτά<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το [[μυττωτός]]].
|mltxt=μῡμα, -ατος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] εδέσματος από ψιλοκομμένο [[κρέας]] ανάμικτο με [[αίμα]], [[τυρί]], [[μέλι]], [[ξίδι]] και αρωματικά φυτά<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το [[μυττωτός]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">meat, cut up and mixed with blood, cheese, honey, vinegar and tasty herbs</b> (Com. ap. Ath. 14, 662 d).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained; cf. [[μυττωτός]].
}}
}}

Revision as of 04:40, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῦμα Medium diacritics: μῦμα Low diacritics: μύμα Capitals: ΜΥΜΑ
Transliteration A: mŷma Transliteration B: myma Transliteration C: myma Beta Code: mu=ma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A meat chopped up with blood, cheese, honey, vinegar, and savoury herbs, Epaenet. ap. Ath. 14.662d.

German (Pape)

[Seite 217] τό, ein eigenthümlich bereitetes Gericht, Ath. XIV, 662 d.

Greek (Liddell-Scott)

μῦμα: τό, κρέας κατακεκομμένον καὶ συμπεφυρμένον μετὰ αἵματος, τυροῦ, μέλιτος, ὄξους, καὶ ἀρωματικῶν φυτῶν, Ἐπαίνετος παρ’ Ἀθην. 662D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μῦμα· θριδάκων τρῖμμα, καὶ ὑπόχυμά τι».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sorte de ragout fait de viande hachée, fromage, miel, vinaigre, herbes aromatiques.
Étymologie: DELG étym. obscure ; fait penser à μυττωτός.

Greek Monolingual

μῡμα, -ατος, τὸ (Α)
1. είδος εδέσματος από ψιλοκομμένο κρέας ανάμικτο με αίμα, τυρί, μέλι, ξίδι και αρωματικά φυτά
2. (κατά τον Ησύχ.) «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το μυττωτός].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: meat, cut up and mixed with blood, cheese, honey, vinegar and tasty herbs (Com. ap. Ath. 14, 662 d).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained; cf. μυττωτός.