μυττωτός

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυττωτός Medium diacritics: μυττωτός Low diacritics: μυττωτός Capitals: ΜΥΤΤΩΤΟΣ
Transliteration A: myttōtós Transliteration B: myttōtos Transliteration C: myttotos Beta Code: muttwto/s

English (LSJ)

(Ion. μυσσωτός, only Hp.Loc.Hom.47, cf. μυσωτός), ὁ, savoury dish of cheese, honey, garlic, etc., mashed up into a sort of paste, Hippon.35.2, Anan.5.8, Hp. l. c., Epid.2.6.28, Eup.179, Ar. Ach.174, Eq.771, Thphr. HP 7.4.11 (pl.), Dsc.2.152, Aret.SD2.9.

German (Pape)

[Seite 223] ὁ, ein breiartiges Gericht, dessen Hauptbestandtheil geriebener Knoblauch war, auch eine scharfe senfähnliche Brühe, Ar. Ach. 174 Equ. 768 Pax 273; Schol. u. VLL. erkl. ὑπότριμμα διὰ σκορόδων; Diosc. τὸ ἐκ σκορόδου καὶ τῆς μελαίνης ἐλαίας γινόμενον τρίμμα; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sorte de salmis de gousses d'ail et d'olives noires, avec fromage et miel.
Étymologie: DELG terme fam. sans étym.

Greek Monolingual

μυττωτός και μυσωτός, ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α)
χυλώδες έδεσμα που παρασκευαζόταν κυρίως από σκόρδα, ελιές, τυρί, μέλι κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, είδος σκορδαλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα, -ωτός (πρβλ. θυσανωτός, καρυωτός). Το διπλό -ττ- παραμένει ανερμήνευτο. Δεν αποκλείεται σύνδεση της λ. με το μῦμα «είδος φαγητού»].

Greek Monotonic

μυττωτός: ὁ, εύγεστο πιάτο από τυρί, μέλι, σκόρδο, που ήταν ζυμωμένα σ' ένα είδος αλείμματος όπως τη σκορδαλιά, Λατ. moretum, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

μυττωτὸς: (δὲν ὑπάρχει Ἀττικὸς τύπος μυσσωτός), ὁ, εὔχυλόν τι ἔδεσμα ἐκ τυροῦ, μέλιτος, σκορόδου, κλ., συμπεφυρμένων εἰς ἓν φύραμα, εἶδος «σκορδαλιᾶς», Λατ. alliatum, intritum, moretum, Ἱππ. 423. 44, Ἱππῶναξ 26, Ἀναν. 1. 8, Ἀριστοφ. Ἀχ. 174, Ἱππ. 771, κ. ἀλλ.· πρβλ. μυσωτός.

Russian (Dvoretsky)

μυττωτός:паштет из сыра, меда и чеснока Arph.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: dish, kind of paste, from cheese, honey, garlic etc. (Hippon., Anan., Hp., com., Thphr.).
Other forms: -σσ- Hp. Loc. Hom. 47, -σ- Call. Fr. 282.
Derivatives: μυττωτεύω change into a μ., hash up (Ar.) with μυσσωτεύματα ἀρτύματα H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the subject cf. μῦμα. Formation in -ωτός, prob. from a noun (cf. Chantraine 305 f., Schwyzer 503). Popular word without etymology. Seen the variation Pre-Greek.

Middle Liddell

μυττωτός, οῦ, ὁ,
a savoury dish of cheese, honey, garlic, mashed up into a sort of paste, Lat. moretum, Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

μυττωτός: {muttōtós}
Forms: (-σσ- Hp. Loc. Hom. 47, -σ- Kall.Fr. 282)
Grammar: m.
Meaning: breiartiges Gericht aus Käse, Honig, Knoblauch (Hippon., Anan., Hp., Kom., Thphr. usw.).
Derivative: Davon μυττωτεύω ‘in einen μ. verwandeln, übel zurichten’ (Ar.) mit μυσσωτεύματα· ἀρτύματα H.
Etymology: Zur Sache vgl. μῦμα. Bildung auf-ωτός, wahrscheinlich von einem Nomen (vgl. Chantraine 305 f., Schwyzer 503). Familiäres Wort ohne Etymologie.
Page 2,278