λυγδίνεος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λυγδίνεος:''' (ῐ) Anth. = [[λύγδινος]]. | |elrutext='''λυγδίνεος:''' (ῐ) Anth. = [[λύγδινος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λυγδί˘νεος, η, ον = [[λύγδινος]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:35, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], α, ον, = sq. 2,
A δειρή AP5.47 (Rufin.).
Greek (Liddell-Scott)
λυγδίνεος: [ῐ], -α, -ον, = λύγδινος, Ἀνθ. Π. 5. 48.
Greek Monolingual
λιγδίνεος, -α, -ον, θηλ. και -η (Α) λύγδινος
(για το σώμα) λύγδινος, λείος, στιλπνός, χυτός σαν μάρμαρο.
Greek Monotonic
λυγδίνεος: [ῐ], -α, -ον, = λύγδινος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λυγδίνεος: (ῐ) Anth. = λύγδινος.
Middle Liddell
λυγδί˘νεος, η, ον = λύγδινος, Anth.]