ἐχθοδοπός: Difference between revisions
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=echthodopos | |Transliteration C=echthodopos | ||
|Beta Code=e)xqodopo/s | |Beta Code=e)xqodopo/s | ||
|Definition=όν, <span class="sense"> | |Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hateful]], φώς <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1137</span> (lyr.); πόλεμος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>226</span> (lyr.); τοῖα . . ἀνεστέναζες . . ἐχθοδόπ' Ἀτρείδαις <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>931</span> (lyr.); τῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς, ἴσως δὲ . . ἑτέροις προσφιλοῦς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>810d</span>; of a drug, <span class="bibl">Pl.Com. 196</span>; ἐ. ὄμματα <span class="bibl">A.R.4.1669</span>. (Perh. by assimilation fr. [[ἐχθοδαπός]] 'foreign', 'hostile' (q.v.).)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:15, 1 January 2021
English (LSJ)
όν, A hateful, φώς S.Ph.1137 (lyr.); πόλεμος Ar.Ach.226 (lyr.); τοῖα . . ἀνεστέναζες . . ἐχθοδόπ' Ἀτρείδαις S.Aj.931 (lyr.); τῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς, ἴσως δὲ . . ἑτέροις προσφιλοῦς Pl.Lg.810d; of a drug, Pl.Com. 196; ἐ. ὄμματα A.R.4.1669. (Perh. by assimilation fr. ἐχθοδαπός 'foreign', 'hostile' (q.v.).)
German (Pape)
[Seite 1125] όν (von ἔχθος, man vgl. das Suffixum -δαπος in ἀλλοδαπός, Buttm. leitet es ab von ὄπτομαι, feindselig blickend, Lexilog. I p. 124 ff., Andere von ὄψ od. gar von ἔδαφος), feindselig, VLL. ἐχθροποιός; Soph. στυγνόν τε φῶτ' ἐχθοδοπόν, Phil. 1122; τοῖά μ οι ἀνεστέναζες ὠμόφρων ἐχθοδόπ' Ἀτρείδαις Ai. 913; πόλεμος Ar. Ach. 226; sp. D; ὄμματα, feindselig blickend, Ap. Rh. 4, 1669; χρίσμα Opp. Hal. 4, 663; ὕδωρ ibd. 690. – In Prosa Plat., τῆς αὐτῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς Legg. VII, 810 d, verhaßt, oder nach Schol., der ἐχθροποιός erkl., verfeindend.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθοδοπός: -όν, μισητός, ἀξιομίσητος, φὼς Σοφ. Φιλ. 1136· πόλεμος Ἀριστοφ. Ἀχ. 226· τοῖα… ἀνεστέναζες… ἐχθοδόπ’ Ἀτρείδαις Σοφ. Αἴ. 932· τῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς, ἴσως δὲ… ἑτέροις προσφιλοῦς Πλάτ. Νόμ. 810D· ἐπὶ φαρμάκου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἐχθ. ὄμμασιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1670. (Ὁ τονισμὸς δεικνύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι ἁπλῶς ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἐχθρός, ἔχθος, ὡς τὸ ἀλλοδαπὸς τοῦ ἄλλος, κτλ., ἴδε ἐν λ. ποδαπός).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 hostile à, τινι;
2 odieux à, τινι.
Étymologie: ἔχθος, -δοπος, cf. ἀλλο-δαπός.
Greek Monolingual
ἐχθοδοπός, -όν (Α)
1. εχθρικός, μισητός, αξιομίσητος («πόλεμος ἐχθοδοπός», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ποιῶν ἔχθραν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο παράγωγο του έχθος με επίθημα -δοπός, άγνωστης προελεύσεως. Κατ' άλλη άποψη < εχθο-δαπός με εξακολουθητική αφομοίωση (α > ο)].
Greek Monotonic
ἐχθοδοπός: -όν, εκτεταμ. τύπος του ἐχθρός, μισητός, αξιομίσητος, απεχθής, σε Σοφ., Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθοδοπός:
1) возбуждающий неприязнь, ненавистный (φώς Soph.; πόλεμος Arph.): ἡ ὁδὸς ἐ. γεγονυῖα πολλοῖς Plat. путь, ставший для многих ненавистным;
2) полный ненависти, враждебный (Ἀτρείδαις Soph.).
Middle Liddell
ἐχθοδοπός, όν [lengthd. form of ἐχθρός,]
hateful, detestable, Soph., Ar., Plat.