ἐχθροποιός
From LSJ
English (LSJ)
ἐχθροποιόν, causing enmity, δαίμονες Charond. ap. Stob.4.2.24, cf.App.BC1.54.
German (Pape)
[Seite 1125] zum Feinde machend, verfeindend; Erkl. von ἐχθοδοπός Schol. Plat. a. a. O.; App. B. C. 1, 54.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθροποιός: -όν, ὁ ἔχθραν ποιῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 54.
Greek Monolingual
ἐχθροποιός, -όν (ΑΜ)
αυτός που προκαλεί εχθρότητα, που κάνει κάποιον εχθρό («ἐχθροποιὸν ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + -ποιός (< ποιώ)].