απευκταίος: Difference between revisions
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
(5) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM | |mltxt=-α, -ο (AM ἀπευκταῖος, -α, -ον) [[απεύχομαι]]<br />αυτός που ο [[καθένας]] απεύχεται, δεν θέλει να γίνει, [[ανεπιθύμητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το απευκταίο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>1.</b> το [[δυστύχημα]]<br /><b>2.</b> ο [[θάνατος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:50, 28 March 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀπευκταῖος, -α, -ον) απεύχομαι
αυτός που ο καθένας απεύχεται, δεν θέλει να γίνει, ανεπιθύμητος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το απευκταίο(ν)
1. το δυστύχημα
2. ο θάνατος.