απεύχομαι

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπεύχομαι)
εύχομαι ή προσεύχομαι να μη γίνει κάτι
αρχ.
1. απορρίπτω, περιφρονώ
2. αποτρέπω με τις προσευχές μου.