θεωροδόκος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεωροδόκος]] και [[θεαροδόκος]] και θεουροδόκος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πολίτης]] που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα<br /><b>2.</b> [[πολίτης]] που υποδέχεται τους θεωρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεωρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[ | |mltxt=[[θεωροδόκος]] και [[θεαροδόκος]] και θεουροδόκος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πολίτης]] που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα<br /><b>2.</b> [[πολίτης]] που υποδέχεται τους θεωρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεωρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[ξενοδόκος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:33, 25 August 2021
English (LSJ)
Doric and Arc. θεαροδόκος, Thessalian θεουροδόκος Inscr.Magn. 26, Cor. θιαροδόκος ib. 44; ὁ: — one who receives the θεωροί, IG 4.727 (Hermione, iv BC), 5(2).389 (Lusi), SIG 608.7 (Delph., ii BC), etc.
Greek (Liddell-Scott)
θεωροδόκος: Δωρ. θεᾱροδόκος, ὁ, «ὁ τῶν θεωρικῶν χρημάτων ἐπιμελούμενος» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ ὑποδεχόμενος τοὺς θεωρούς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1193, 2670. - θεωροδοκία, ἡ, τὸ ὑπούργημα τοῦ θεωροδόκου, αὐτόθι 1693. 17· τὴν θεαροδοκίαν τῶν Δηλίων αὐτόθι 2329.
Greek Monolingual
θεωροδόκος και θεαροδόκος και θεουροδόκος, -ον (Α)
1. πολίτης που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα
2. πολίτης που υποδέχεται τους θεωρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός + -δοκος (< δέχομαι), ξενοδόκος.