θεαροδόκος
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
English (LSJ)
Dor. for θεωροδόκος.
German (Pape)
[Seite 1190] ὁ, dor. = θεωροδόκος, die θεωροί aufnehmend, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱροδόκος: -δοκία, Δωρ. ἀντὶ θεωρ-.
Greek Monolingual
θεαροδόκος, -ον (Α)
δωρ. τ. του θεωροδόκος.