ἐχθοδοπός: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> hostile à, τινι;<br /><b>2</b> odieux à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχθος]], -δοπος, cf. [[ἀλλοδαπός]]. | |btext=ός, όν :<br /><b>1</b> hostile à, τινι;<br /><b>2</b> odieux à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχθος]], -δοπος, cf. [[ἀλλοδαπός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐχθοδοπός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[возбуждающий неприязнь]], [[ненавистный]] ([[φώς]] Soph.; [[πόλεμος]] Arph.): ἡ ὁδὸς ἐ. γεγονυῖα πολλοῖς Plat. путь, ставший для многих ненавистным;<br /><b class="num">2)</b> [[полный ненависти]], [[враждебный]] (Ἀτρείδαις Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐχθοδοπός:''' -όν, εκτεταμ. [[τύπος]] του [[ἐχθρός]], [[μισητός]], [[αξιομίσητος]], [[απεχθής]], σε Σοφ., Αριστοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''ἐχθοδοπός:''' -όν, εκτεταμ. [[τύπος]] του [[ἐχθρός]], [[μισητός]], [[αξιομίσητος]], [[απεχθής]], σε Σοφ., Αριστοφ., Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐχθοδοπός]], όν [lengthd. [[form]] of [[ἐχθρός]],]<br />[[hateful]], [[detestable]], Soph., Ar., Plat. | |mdlsjtxt=[[ἐχθοδοπός]], όν [lengthd. [[form]] of [[ἐχθρός]],]<br />[[hateful]], [[detestable]], Soph., Ar., Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 3 October 2022
English (LSJ)
όν, hateful, φώς S.Ph.1137 (lyr.); πόλεμος Ar.Ach.226 (lyr.); τοῖα . . ἀνεστέναζες . . ἐχθοδόπ' Ἀτρείδαις S.Aj.931 (lyr.); τῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς, ἴσως δὲ . . ἑτέροις προσφιλοῦς Pl.Lg.810d; of a drug, Pl.Com. 196; ἐ. ὄμματα A.R.4.1669. (Perh. by assimilation fr. ἐχθοδαπός 'foreign', 'hostile' (q.v.).)
German (Pape)
[Seite 1125] όν (von ἔχθος, man vgl. das Suffixum -δαπος in ἀλλοδαπός, Buttm. leitet es ab von ὄπτομαι, feindselig blickend, Lexilog. I p. 124 ff., Andere von ὄψ od. gar von ἔδαφος), feindselig, VLL. ἐχθροποιός; Soph. στυγνόν τε φῶτ' ἐχθοδοπόν, Phil. 1122; τοῖά μ οι ἀνεστέναζες ὠμόφρων ἐχθοδόπ' Ἀτρείδαις Ai. 913; πόλεμος Ar. Ach. 226; sp. D; ὄμματα, feindselig blickend, Ap. Rh. 4, 1669; χρίσμα Opp. Hal. 4, 663; ὕδωρ ibd. 690. – In Prosa Plat., τῆς αὐτῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς Legg. VII, 810 d, verhaßt, oder nach Schol., der ἐχθροποιός erkl., verfeindend.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 hostile à, τινι;
2 odieux à, τινι.
Étymologie: ἔχθος, -δοπος, cf. ἀλλοδαπός.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθοδοπός:
1) возбуждающий неприязнь, ненавистный (φώς Soph.; πόλεμος Arph.): ἡ ὁδὸς ἐ. γεγονυῖα πολλοῖς Plat. путь, ставший для многих ненавистным;
2) полный ненависти, враждебный (Ἀτρείδαις Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθοδοπός: -όν, μισητός, ἀξιομίσητος, φὼς Σοφ. Φιλ. 1136· πόλεμος Ἀριστοφ. Ἀχ. 226· τοῖα… ἀνεστέναζες… ἐχθοδόπ’ Ἀτρείδαις Σοφ. Αἴ. 932· τῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς, ἴσως δὲ… ἑτέροις προσφιλοῦς Πλάτ. Νόμ. 810D· ἐπὶ φαρμάκου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἐχθ. ὄμμασιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1670. (Ὁ τονισμὸς δεικνύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι ἁπλῶς ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἐχθρός, ἔχθος, ὡς τὸ ἀλλοδαπὸς τοῦ ἄλλος, κτλ., ἴδε ἐν λ. ποδαπός).
Greek Monolingual
ἐχθοδοπός, -όν (Α)
1. εχθρικός, μισητός, αξιομίσητος («πόλεμος ἐχθοδοπός», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ποιῶν ἔχθραν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο παράγωγο του έχθος με επίθημα -δοπός, άγνωστης προελεύσεως. Κατ' άλλη άποψη < εχθο-δαπός με εξακολουθητική αφομοίωση (α > ο)].
Greek Monotonic
ἐχθοδοπός: -όν, εκτεταμ. τύπος του ἐχθρός, μισητός, αξιομίσητος, απεχθής, σε Σοφ., Αριστοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
ἐχθοδοπός, όν [lengthd. form of ἐχθρός,]
hateful, detestable, Soph., Ar., Plat.