ἱάρωμα: Difference between revisions

From LSJ
(LSJ2 replacement)
 
mNo edit summary
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=i(a/rwma
|Beta Code=i(a/rwma
|Definition=[[κοσμάριον]] [[παιδικόν]], Hsch.
|Definition=[[κοσμάριον]] [[παιδικόν]], Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱέρωμα]] και [[ἱάρωμα]], τὸ (Α) [[ιερώ]]<br /><b>1.</b> [[ανάθημα]], [[προσφορά]], [[πράγμα]] αφιερωμένο στον θεό<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἱέρωμα]], τὸν κόννον Λάκωνες, ὅν τινες μαλλὸν ἢ σκόλλυν».
}}
}}

Latest revision as of 13:53, 29 June 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱάρωμα Medium diacritics: ἱάρωμα Low diacritics: ιάρωμα Capitals: ΙΑΡΩΜΑ
Transliteration A: hiárōma Transliteration B: hiarōma Transliteration C: iaroma Beta Code: i(a/rwma

English (LSJ)

κοσμάριον παιδικόν, Hsch.

Greek Monolingual

ἱέρωμα και ἱάρωμα, τὸ (Α) ιερώ
1. ανάθημα, προσφορά, πράγμα αφιερωμένο στον θεό
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἱέρωμα, τὸν κόννον Λάκωνες, ὅν τινες μαλλὸν ἢ σκόλλυν».