ἱάρωμα

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱάρωμα Medium diacritics: ἱάρωμα Low diacritics: ιάρωμα Capitals: ΙΑΡΩΜΑ
Transliteration A: hiárōma Transliteration B: hiarōma Transliteration C: iaroma Beta Code: i(a/rwma

English (LSJ)

κοσμάριον παιδικόν, Hsch.

Greek Monolingual

ἱέρωμα και ἱάρωμα, τὸ (Α) ιερώ
1. ανάθημα, προσφορά, πράγμα αφιερωμένο στον θεό
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἱέρωμα, τὸν κόννον Λάκωνες, ὅν τινες μαλλὸν ἢ σκόλλυν».