φθατέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fthateo
|Transliteration C=fthateo
|Beta Code=fqate/w
|Beta Code=fqate/w
|Definition=aor. subj. <b class="b3">φθατήσῃ</b>, glossed <b class="b3">φθάσῃ</b>, Hsch.; cf. [[καταφθατόομαι]] (or rather <b class="b3">-έομαι</b>); also ψᾰτᾶσθαι, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[προκαταλαμβάνειν]], Id.; <b class="b3">ψατῆσαι</b>, = [[προειπεῖν]], Id.</span>
|Definition=aor. subj. [[φθατήσῃ]], glossed [[φθάσῃ]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[καταφθατόομαι]] (or rather -έομαι); also ψᾰτᾶσθαι, = [[προκαταλαμβάνειν]], Id.; [[ψατῆσαι]], = [[προειπεῖν]], Id.
}}
{{ls
|lstext='''φθατέω''': ἴδε [[καταφθατέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φθάνω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φθατέω]], που απαντά στον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>φθατήσῃ</i><br /><i>φθάσῃ</i> και στη σύνθ. μτχ. <i>κατα</i>-<i>φθατουμένη</i> [[καθώς]] και οι τ. [[ψατᾶσθαι]]<br /><i>προκαταλαμβάνειν</i> και <i>ψατῆσαι</i><br /><i>προειπεῖν</i> (για την [[εναλλαγή]] στο αρκτικό <i>φθ</i>/<i>ψ</i> <b>βλ. λ.</b> [[φθάνω]]) [[είναι]] επιτατικοί μεταρρηματικοί τ. σχηματισμένοι από το ρ. [[φθάνω]] με [[επίθημα]] -<i>τάω</i> / -<i>τέω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκιρ</i>-<i>τῶ</i>: [[σκαίρω]]), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. <i>φθατός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθᾰτέω Medium diacritics: φθατέω Low diacritics: φθατέω Capitals: ΦΘΑΤΕΩ
Transliteration A: phthatéō Transliteration B: phthateō Transliteration C: fthateo Beta Code: fqate/w

English (LSJ)

aor. subj. φθατήσῃ, glossed φθάσῃ, Hsch.; cf. καταφθατόομαι (or rather -έομαι); also ψᾰτᾶσθαι, = προκαταλαμβάνειν, Id.; ψατῆσαι, = προειπεῖν, Id.

Greek (Liddell-Scott)

φθατέω: ἴδε καταφθατέομαι.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «φθάνω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθατέω, που απαντά στον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. φθατήσῃ
φθάσῃ και στη σύνθ. μτχ. κατα-φθατουμένη καθώς και οι τ. ψατᾶσθαι
προκαταλαμβάνειν και ψατῆσαι
προειπεῖν (για την εναλλαγή στο αρκτικό φθ/ψ βλ. λ. φθάνω) είναι επιτατικοί μεταρρηματικοί τ. σχηματισμένοι από το ρ. φθάνω με επίθημα -τάω / -τέω (πρβλ. σκιρ-τῶ: σκαίρω), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. φθατός].