καταφθατόομαι
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
(φθάνω) take first possession of, γῆν καταφθατουμένη A.Eu.398; cf. καταφατουμένη· κατακτωμένη, Hsch.