λύγδινος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(23)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lygdinos
|Transliteration C=lygdinos
|Beta Code=lu/gdinos
|Beta Code=lu/gdinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of white marble</b>, βωμός <span class="title">Africa Italiana</span> 1.325 (Cyrene, i B.C.), cf. <span class="title">AP</span>6.209 (Antip. Thess.), <span class="bibl">Babr.30.1</span>; λυγδίνη λίθος Philostr.<span class="title">Im. Prooem.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">marble-white</b>, λ. κώνια μαστῶν <span class="title">AP</span>5.12 (Phld.); τράχηλος <span class="title">Anacreont.</span>15.27.</span>
|Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of white marble]], βωμός ''Africa Italiana'' 1.325 (Cyrene, i B.C.), cf. ''AP''6.209 (Antip. Thess.), Babr.30.1; λυγδίνη λίθος Philostr.''Im. Prooem.''<br><span class="bld">2</span> [[marble-white]], λ. κώνια μαστῶν ''AP''5.12 (Phld.); τράχηλος ''Anacreont.''15.27.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0067.png Seite 67]] von weißem Marmor, [[εἴδωλον]], Antp. Sid. 24 (VI, 209); blendend weiß wie Marmor, [[τράχηλος]], Anacr. 15, 25; λύγδινα κώνια μαστῶν, Philodem. 18 (V, 13).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0067.png Seite 67]] von weißem Marmor, [[εἴδωλον]], Antp. Sid. 24 (VI, 209); blendend weiß wie Marmor, [[τράχηλος]], Anacr. 15, 25; λύγδινα κώνια μαστῶν, Philodem. 18 (V, 13).
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />[[de marbre blanc]].<br />'''Étymologie:''' [[λύγδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λύγδῐνος:''' Anth. [[λυγδίνεος]] 3<br /><b class="num">1</b> [[из белого мрамора]], [[беломраморный]] ([[εἴδωλον]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[белый как мрамор]] ([[τράχηλος]] Anacr.; κωνία μαστῶν Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λύγδῐνος''': -η, -ον, ἐκ χαλκοῦ μαρμάρου, Βάβρ. 30. 1, Ἀνθ. Π. 6. 209. 2) λευκὸς ὡς [[μάρμαρον]], λ. κώνια μαστῶν ὁ αὐτ. 5. 13· [[τράχηλος]] Ἀνακρεόντ. 15. 27.
|lstext='''λύγδῐνος''': -η, -ον, ἐκ χαλκοῦ μαρμάρου, Βάβρ. 30. 1, Ἀνθ. Π. 6. 209. 2) λευκὸς ὡς [[μάρμαρον]], λ. κώνια μαστῶν ὁ αὐτ. 5. 13· [[τράχηλος]] Ἀνακρεόντ. 15. 27.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=η, ον :<br />de marbre blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λύγδος]].
|mltxt=[[λύγδινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λυγδος]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[λευκό]] [[μάρμαρο]], [[μαρμάρινος]] («λυγδίνη [[λίθος]]», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (για το [[σώμα]]) [[λευκός]] και [[στιλπνός]] σαν το επεξεργασμένο [[μάρμαρο]], [[αστραφτερός]] («περὶ λυγδίνῳ τραχήλῳ χάριτες πέτοιντο πᾶσαι», Ανακρεόντ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λύγδῐνος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> από [[λευκό]] [[μάρμαρο]], σε Βάβρ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[λευκός]] σαν [[μάρμαρο]], σε Ανθ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[λύγδινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λυγδος]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[λευκό]] [[μάρμαρο]], [[μαρμάρινος]] («λυγδίνη [[λίθος]]», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (για το [[σώμα]]) [[λευκός]] και [[στιλπνός]] σαν το επεξεργασμένο [[μάρμαρο]], [[αστραφτερός]] («περὶ λυγδίνῳ τραχήλῳ χάριτες πέτοιντο πᾱσαι», Ανακρεόντ.).
|mdlsjtxt=λύγδῐνος, η, ον<br /><b class="num">1.</b> of [[white]] [[marble]], Babr., Anth.<br /><b class="num">2.</b> [[marble]]-[[white]], Anth. [from [[λύγδος]]
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύγδῐνος Medium diacritics: λύγδινος Low diacritics: λύγδινος Capitals: ΛΥΓΔΙΝΟΣ
Transliteration A: lýgdinos Transliteration B: lygdinos Transliteration C: lygdinos Beta Code: lu/gdinos

English (LSJ)

η, ον,
A of white marble, βωμός Africa Italiana 1.325 (Cyrene, i B.C.), cf. AP6.209 (Antip. Thess.), Babr.30.1; λυγδίνη λίθος Philostr.Im. Prooem.
2 marble-white, λ. κώνια μαστῶν AP5.12 (Phld.); τράχηλος Anacreont.15.27.

German (Pape)

[Seite 67] von weißem Marmor, εἴδωλον, Antp. Sid. 24 (VI, 209); blendend weiß wie Marmor, τράχηλος, Anacr. 15, 25; λύγδινα κώνια μαστῶν, Philodem. 18 (V, 13).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de marbre blanc.
Étymologie: λύγδος.

Russian (Dvoretsky)

λύγδῐνος: Anth. λυγδίνεος 3
1 из белого мрамора, беломраморный (εἴδωλον Anth.);
2 белый как мрамор (τράχηλος Anacr.; κωνία μαστῶν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λύγδῐνος: -η, -ον, ἐκ χαλκοῦ μαρμάρου, Βάβρ. 30. 1, Ἀνθ. Π. 6. 209. 2) λευκὸς ὡς μάρμαρον, λ. κώνια μαστῶν ὁ αὐτ. 5. 13· τράχηλος Ἀνακρεόντ. 15. 27.

Greek Monolingual

λύγδινος, -ίνη, -ον (Α) λυγδος
1. κατασκευασμένος από λευκό μάρμαρο, μαρμάρινος («λυγδίνη λίθος», Φιλόστρ.)
2. (για το σώμα) λευκός και στιλπνός σαν το επεξεργασμένο μάρμαρο, αστραφτερός («περὶ λυγδίνῳ τραχήλῳ χάριτες πέτοιντο πᾶσαι», Ανακρεόντ.).

Greek Monotonic

λύγδῐνος: -η, -ον,
1. από λευκό μάρμαρο, σε Βάβρ., Ανθ.
2. λευκός σαν μάρμαρο, σε Ανθ.

Middle Liddell

λύγδῐνος, η, ον
1. of white marble, Babr., Anth.
2. marble-white, Anth. [from λύγδος