λύγδινος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lygdinos
|Transliteration C=lygdinos
|Beta Code=lu/gdinos
|Beta Code=lu/gdinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of white marble</b>, βωμός <span class="title">Africa Italiana</span> 1.325 (Cyrene, i B.C.), cf. <span class="title">AP</span>6.209 (Antip. Thess.), <span class="bibl">Babr.30.1</span>; λυγδίνη λίθος Philostr.<span class="title">Im. Prooem.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">marble-white</b>, λ. κώνια μαστῶν <span class="title">AP</span>5.12 (Phld.); τράχηλος <span class="title">Anacreont.</span>15.27.</span>
|Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of white marble]], βωμός ''Africa Italiana'' 1.325 (Cyrene, i B.C.), cf. ''AP''6.209 (Antip. Thess.), Babr.30.1; λυγδίνη λίθος Philostr.''Im. Prooem.''<br><span class="bld">2</span> [[marble-white]], λ. κώνια μαστῶν ''AP''5.12 (Phld.); τράχηλος ''Anacreont.''15.27.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0067.png Seite 67]] von weißem Marmor, [[εἴδωλον]], Antp. Sid. 24 (VI, 209); blendend weiß wie Marmor, [[τράχηλος]], Anacr. 15, 25; λύγδινα κώνια μαστῶν, Philodem. 18 (V, 13).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0067.png Seite 67]] von weißem Marmor, [[εἴδωλον]], Antp. Sid. 24 (VI, 209); blendend weiß wie Marmor, [[τράχηλος]], Anacr. 15, 25; λύγδινα κώνια μαστῶν, Philodem. 18 (V, 13).
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />[[de marbre blanc]].<br />'''Étymologie:''' [[λύγδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λύγδῐνος:''' Anth. [[λυγδίνεος]] 3<br /><b class="num">1</b> [[из белого мрамора]], [[беломраморный]] ([[εἴδωλον]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[белый как мрамор]] ([[τράχηλος]] Anacr.; κωνία μαστῶν Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λύγδῐνος''': -η, -ον, ἐκ χαλκοῦ μαρμάρου, Βάβρ. 30. 1, Ἀνθ. Π. 6. 209. 2) λευκὸς ὡς [[μάρμαρον]], λ. κώνια μαστῶν ὁ αὐτ. 5. 13· [[τράχηλος]] Ἀνακρεόντ. 15. 27.
|lstext='''λύγδῐνος''': -η, -ον, ἐκ χαλκοῦ μαρμάρου, Βάβρ. 30. 1, Ἀνθ. Π. 6. 209. 2) λευκὸς ὡς [[μάρμαρον]], λ. κώνια μαστῶν ὁ αὐτ. 5. 13· [[τράχηλος]] Ἀνακρεόντ. 15. 27.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de marbre blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λύγδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λύγδινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λυγδος]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[λευκό]] [[μάρμαρο]], [[μαρμάρινος]] («λυγδίνη [[λίθος]]», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (για το [[σώμα]]) [[λευκός]] και [[στιλπνός]] σαν το επεξεργασμένο [[μάρμαρο]], [[αστραφτερός]] («περὶ λυγδίνῳ τραχήλῳ χάριτες πέτοιντο πᾱσαι», Ανακρεόντ.).
|mltxt=[[λύγδινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λυγδος]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[λευκό]] [[μάρμαρο]], [[μαρμάρινος]] («λυγδίνη [[λίθος]]», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (για το [[σώμα]]) [[λευκός]] και [[στιλπνός]] σαν το επεξεργασμένο [[μάρμαρο]], [[αστραφτερός]] («περὶ λυγδίνῳ τραχήλῳ χάριτες πέτοιντο πᾶσαι», Ανακρεόντ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λύγδῐνος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> από [[λευκό]] [[μάρμαρο]], σε Βάβρ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[λευκός]] σαν [[μάρμαρο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λύγδῐνος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> από [[λευκό]] [[μάρμαρο]], σε Βάβρ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[λευκός]] σαν [[μάρμαρο]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λύγδῐνος, η, ον<br /><b class="num">1.</b> of [[white]] [[marble]], Babr., Anth.<br /><b class="num">2.</b> [[marble]]-[[white]], Anth. [from [[λύγδος]]
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύγδῐνος Medium diacritics: λύγδινος Low diacritics: λύγδινος Capitals: ΛΥΓΔΙΝΟΣ
Transliteration A: lýgdinos Transliteration B: lygdinos Transliteration C: lygdinos Beta Code: lu/gdinos

English (LSJ)

η, ον,
A of white marble, βωμός Africa Italiana 1.325 (Cyrene, i B.C.), cf. AP6.209 (Antip. Thess.), Babr.30.1; λυγδίνη λίθος Philostr.Im. Prooem.
2 marble-white, λ. κώνια μαστῶν AP5.12 (Phld.); τράχηλος Anacreont.15.27.

German (Pape)

[Seite 67] von weißem Marmor, εἴδωλον, Antp. Sid. 24 (VI, 209); blendend weiß wie Marmor, τράχηλος, Anacr. 15, 25; λύγδινα κώνια μαστῶν, Philodem. 18 (V, 13).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de marbre blanc.
Étymologie: λύγδος.

Russian (Dvoretsky)

λύγδῐνος: Anth. λυγδίνεος 3
1 из белого мрамора, беломраморный (εἴδωλον Anth.);
2 белый как мрамор (τράχηλος Anacr.; κωνία μαστῶν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λύγδῐνος: -η, -ον, ἐκ χαλκοῦ μαρμάρου, Βάβρ. 30. 1, Ἀνθ. Π. 6. 209. 2) λευκὸς ὡς μάρμαρον, λ. κώνια μαστῶν ὁ αὐτ. 5. 13· τράχηλος Ἀνακρεόντ. 15. 27.

Greek Monolingual

λύγδινος, -ίνη, -ον (Α) λυγδος
1. κατασκευασμένος από λευκό μάρμαρο, μαρμάρινος («λυγδίνη λίθος», Φιλόστρ.)
2. (για το σώμα) λευκός και στιλπνός σαν το επεξεργασμένο μάρμαρο, αστραφτερός («περὶ λυγδίνῳ τραχήλῳ χάριτες πέτοιντο πᾶσαι», Ανακρεόντ.).

Greek Monotonic

λύγδῐνος: -η, -ον,
1. από λευκό μάρμαρο, σε Βάβρ., Ανθ.
2. λευκός σαν μάρμαρο, σε Ανθ.

Middle Liddell

λύγδῐνος, η, ον
1. of white marble, Babr., Anth.
2. marble-white, Anth. [from λύγδος