ἀναχνοαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(1)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anachnoainomai
|Transliteration C=anachnoainomai
|Beta Code=a)naxnoai/nomai
|Beta Code=a)naxnoai/nomai
|Definition=(χνοῦς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">get the first down</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>791</span>.</span>
|Definition=([[χνοῦς]]) [[get the first down]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''791.
}}
{{bailly
|btext=se couvrir de soies <i>litt.</i> de duvet.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χνόος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναχνοαίνομαι:''' [[покрываться пушком]], [[обрастать]] (τριχί Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναχνοαίνομαι''': παθ., φύω τὸν πρῶτον χνοῦν, τὰς πρώτας τρίχας ([[χνόος]]), κωμικῶς ἐπὶ χοίρου, αἱ δ’ ἂν παχυνθῇ κἀναχνοιανθῇ τριχί, [[κάλλιστος]] ἔσται [[χοῖρος]] Ἀφροδίτᾳ θύειν, «ἐὰν ἀκμάσῃ καὶ ἡβήσῃ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 791.
|lstext='''ἀναχνοαίνομαι''': παθ., φύω τὸν πρῶτον χνοῦν, τὰς πρώτας τρίχας ([[χνόος]]), κωμικῶς ἐπὶ χοίρου, αἱ δ’ ἂν παχυνθῇ κἀναχνοιανθῇ τριχί, [[κάλλιστος]] ἔσται [[χοῖρος]] Ἀφροδίτᾳ θύειν, «ἐὰν ἀκμάσῃ καὶ ἡβήσῃ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 791.
}}
{{bailly
|btext=se couvrir de soies <i>litt.</i> de duvet.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χνόος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''ἀναχνοαίνομαι:''' Παθ., [[αποκτώ]] το πρώτο [[χνούδι]] ([[χνόος]]), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀναχνοαίνομαι:''' Παθ., [[αποκτώ]] το πρώτο [[χνούδι]] ([[χνόος]]), σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἀναχνοαίνομαι:''' покрываться пушком, обрастать (τριχί Arph.).
|mdlsjtxt=[[χνόος]]<br />Pass. to get the [[first]] [[down]] ([[χνόος]]), Ar.
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχνοαίνομαι Medium diacritics: ἀναχνοαίνομαι Low diacritics: αναχνοαίνομαι Capitals: ΑΝΑΧΝΟΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: anachnoaínomai Transliteration B: anachnoainomai Transliteration C: anachnoainomai Beta Code: a)naxnoai/nomai

English (LSJ)

(χνοῦς) get the first down, Ar.Ach.791.

French (Bailly abrégé)

se couvrir de soies litt. de duvet.
Étymologie: ἀνά, χνόος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχνοαίνομαι: покрываться пушком, обрастать (τριχί Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχνοαίνομαι: παθ., φύω τὸν πρῶτον χνοῦν, τὰς πρώτας τρίχας (χνόος), κωμικῶς ἐπὶ χοίρου, αἱ δ’ ἂν παχυνθῇ κἀναχνοιανθῇ τριχί, κάλλιστος ἔσται χοῖρος Ἀφροδίτᾳ θύειν, «ἐὰν ἀκμάσῃ καὶ ἡβήσῃ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 791.

Greek Monolingual

ἀναχνοαίνομαι (Α) χνους
αποκτώ χνούδι, τρίχες.

Greek Monotonic

ἀναχνοαίνομαι: Παθ., αποκτώ το πρώτο χνούδι (χνόος), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

χνόος
Pass. to get the first down (χνόος), Ar.