ἀναχνοαίνομαι

From LSJ

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχνοαίνομαι Medium diacritics: ἀναχνοαίνομαι Low diacritics: αναχνοαίνομαι Capitals: ΑΝΑΧΝΟΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: anachnoaínomai Transliteration B: anachnoainomai Transliteration C: anachnoainomai Beta Code: a)naxnoai/nomai

English (LSJ)

(χνοῦς) get the first down, Ar.Ach.791.

French (Bailly abrégé)

se couvrir de soies litt. de duvet.
Étymologie: ἀνά, χνόος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχνοαίνομαι: покрываться пушком, обрастать (τριχί Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχνοαίνομαι: παθ., φύω τὸν πρῶτον χνοῦν, τὰς πρώτας τρίχας (χνόος), κωμικῶς ἐπὶ χοίρου, αἱ δ’ ἂν παχυνθῇ κἀναχνοιανθῇ τριχί, κάλλιστος ἔσται χοῖρος Ἀφροδίτᾳ θύειν, «ἐὰν ἀκμάσῃ καὶ ἡβήσῃ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 791.

Greek Monolingual

ἀναχνοαίνομαι (Α) χνους
αποκτώ χνούδι, τρίχες.

Greek Monotonic

ἀναχνοαίνομαι: Παθ., αποκτώ το πρώτο χνούδι (χνόος), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

χνόος
Pass. to get the first down (χνόος), Ar.