μῦμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myma
|Transliteration C=myma
|Beta Code=mu=ma
|Beta Code=mu=ma
|Definition=ατος, τό, [[meat chopped up with blood]], [[cheese]], [[honey]], [[vinegar]], [[and savoury herbs]], Epaenet. ap. <span class="bibl">Ath. 14.662d</span>.
|Definition=-ατος, τό, [[meat chopped up with blood]], [[cheese]], [[honey]], [[vinegar]], [[and savoury herbs]], Epaenet. ap. Ath. 14.662d.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=μῡμα, -ατος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] εδέσματος από ψιλοκομμένο [[κρέας]] ανάμικτο με [[αίμα]], [[τυρί]], [[μέλι]], [[ξίδι]] και αρωματικά φυτά<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το [[μυττωτός]]].
|mltxt=μῡμα, -ατος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] εδέσματος από ψιλοκομμένο [[κρέας]] ανάμικτο με [[αίμα]], [[τυρί]], [[μέλι]], [[ξίδι]] και αρωματικά φυτά<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θριδάκων τρῖμμα καὶ ὑπόχυμά τι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το [[μυττωτός]]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῦμα Medium diacritics: μῦμα Low diacritics: μύμα Capitals: ΜΥΜΑ
Transliteration A: mŷma Transliteration B: myma Transliteration C: myma Beta Code: mu=ma

English (LSJ)

-ατος, τό, meat chopped up with blood, cheese, honey, vinegar, and savoury herbs, Epaenet. ap. Ath. 14.662d.

German (Pape)

[Seite 217] τό, ein eigenthümlich bereitetes Gericht, Ath. XIV, 662 d.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sorte de ragout fait de viande hachée, fromage, miel, vinaigre, herbes aromatiques.
Étymologie: DELG étym. obscure ; fait penser à μυττωτός.

Greek (Liddell-Scott)

μῦμα: τό, κρέας κατακεκομμένον καὶ συμπεφυρμένον μετὰ αἵματος, τυροῦ, μέλιτος, ὄξους, καὶ ἀρωματικῶν φυτῶν, Ἐπαίνετος παρ’ Ἀθην. 662D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μῦμα· θριδάκων τρῖμμα, καὶ ὑπόχυμά τι».

Greek Monolingual

μῡμα, -ατος, τὸ (Α)
1. είδος εδέσματος από ψιλοκομμένο κρέας ανάμικτο με αίμα, τυρί, μέλι, ξίδι και αρωματικά φυτά
2. (κατά τον Ησύχ.) «θριδάκων τρῖμμα καὶ ὑπόχυμά τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το μυττωτός].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: meat, cut up and mixed with blood, cheese, honey, vinegar and tasty herbs (Com. ap. Ath. 14, 662 d).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained; cf. μυττωτός.

Frisk Etymology German

μῦμα: {mũma}
Grammar: n.
Meaning: Fleisch, gehackt und mit Blut, Käse, Honig, Essig und wohlschmeckenden Krautern gemischt (Kom. ap. Ath. 14, 662 d).
Etymology: Unerklärt; vgl. μυττωτός.
Page 2,270