ἀναχνοαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναχνοαίνομαι''': παθ., φύω τὸν πρῶτον χνοῦν, τὰς πρώτας τρίχας ([[χνόος]]), κωμικῶς ἐπὶ χοίρου, αἱ δ’ ἂν παχυνθῇ κἀναχνοιανθῇ τριχί, [[κάλλιστος]] ἔσται [[χοῖρος]] Ἀφροδίτᾳ θύειν, «ἐὰν ἀκμάσῃ καὶ ἡβήσῃ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 791.
|lstext='''ἀναχνοαίνομαι''': παθ., φύω τὸν πρῶτον χνοῦν, τὰς πρώτας τρίχας ([[χνόος]]), κωμικῶς ἐπὶ χοίρου, αἱ δ’ ἂν παχυνθῇ κἀναχνοιανθῇ τριχί, [[κάλλιστος]] ἔσται [[χοῖρος]] Ἀφροδίτᾳ θύειν, «ἐὰν ἀκμάσῃ καὶ ἡβήσῃ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 791.
}}
{{bailly
|btext=se couvrir de soies <i>litt.</i> de duvet.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χνόος]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχνοαίνομαι Medium diacritics: ἀναχνοαίνομαι Low diacritics: αναχνοαίνομαι Capitals: ΑΝΑΧΝΟΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: anachnoaínomai Transliteration B: anachnoainomai Transliteration C: anachnoainomai Beta Code: a)naxnoai/nomai

English (LSJ)

(χνοῦς)

   A get the first down, Ar.Ach.791.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχνοαίνομαι: παθ., φύω τὸν πρῶτον χνοῦν, τὰς πρώτας τρίχας (χνόος), κωμικῶς ἐπὶ χοίρου, αἱ δ’ ἂν παχυνθῇ κἀναχνοιανθῇ τριχί, κάλλιστος ἔσται χοῖρος Ἀφροδίτᾳ θύειν, «ἐὰν ἀκμάσῃ καὶ ἡβήσῃ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 791.

French (Bailly abrégé)

se couvrir de soies litt. de duvet.
Étymologie: ἀνά, χνόος.