λειμωνιάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λειμωνιάς''': -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ [[λειμώνιος]], [[νύμφη]] λ., [[νύμφη]] τοῦ λειμῶνος, Σοφ. Φιλ. 1454 (λυρ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 655· πρβλ. [[λειμακίδες]].
|lstext='''λειμωνιάς''': -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ [[λειμώνιος]], [[νύμφη]] λ., [[νύμφη]] τοῦ λειμῶνος, Σοφ. Φιλ. 1454 (λυρ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 655· πρβλ. [[λειμακίδες]].
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de prairie.<br />'''Étymologie:''' [[λειμών]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειμωνιάς Medium diacritics: λειμωνιάς Low diacritics: λειμωνιάς Capitals: ΛΕΙΜΩΝΙΑΣ
Transliteration A: leimōniás Transliteration B: leimōnias Transliteration C: leimonias Beta Code: leimwnia/s

English (LSJ)

άδος, poet. fem. of λειμώνιος, νύμφη λ.

   A meadow-nymph, S.Ph.1454 (anap.), A.R.2.655; cf. λειμακίδες, λειμων-ιάτης λίθος, ὁ, a stone of grass-green colour, Plin.HN37.172.

German (Pape)

[Seite 23] άδος, ἡ, bes. fem. zu λειμώνιος, νύμφαι, Wiesennymphen; Soph. Phil. 1454; Ap. Rh. 2, 655 u. öfter; bei Orph. auch αὖραι, πνοαί.

Greek (Liddell-Scott)

λειμωνιάς: -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ λειμώνιος, νύμφη λ., νύμφη τοῦ λειμῶνος, Σοφ. Φιλ. 1454 (λυρ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 655· πρβλ. λειμακίδες.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de prairie.
Étymologie: λειμών.