προσπάσχω: Difference between revisions

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπάσχω''': ἔχω πρόσθετόν τι ἢ ἰδιαίτερον ψυχικὸν [[πάθος]], [[αἴσθημα]], Πλάτ. Φαίδων 74Α˙ τινί, [[περί]] τινος πράγματος, Κικ. πρ. Ἀττ. 2. 19, Πλουτ. 2. 514Α, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 40, κτλ. ΙΙ. = [[προσπαθέω]], Ἰσοκρ. 217Α, Μάχων ἐν «Ἐπιστολῇ» 1, Πλουτ. Σερτ. 26, πρβλ. [[προσπάθεια]].
|lstext='''προσπάσχω''': ἔχω πρόσθετόν τι ἢ ἰδιαίτερον ψυχικὸν [[πάθος]], [[αἴσθημα]], Πλάτ. Φαίδων 74Α˙ τινί, [[περί]] τινος πράγματος, Κικ. πρ. Ἀττ. 2. 19, Πλουτ. 2. 514Α, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 40, κτλ. ΙΙ. = [[προσπαθέω]], Ἰσοκρ. 217Α, Μάχων ἐν «Ἐπιστολῇ» 1, Πλουτ. Σερτ. 26, πρβλ. [[προσπάθεια]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσπείσομαι, <i>ao.2</i> προσέπαθον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> souffrir en outre;<br /><b>2</b> avoir de l’affection <i>ou</i> du goût pour, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πάσχω]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπάσχω Medium diacritics: προσπάσχω Low diacritics: προσπάσχω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΣΧΩ
Transliteration A: prospáschō Transliteration B: prospaschō Transliteration C: prospascho Beta Code: prospa/sxw

English (LSJ)

   A experience in addition, Pl.Phd.74a; suffer as well, μείζω τῶν πρότερον Aristid.1.156J., cf. Lib.Or.12.74; to be further affected, τῇ ψυχῇ περί τινων Isoc.10.55.    II to be devoted to addicted to, feel affection for, c. dat., Plu.2.514a, Sert.26, Luc.Dem.Enc.40; τῷ καλῷ Cic.Att.2.19.1; ᾧ προσπέπονθε Phld.Lib.p.6 O.; [τῷ θεῷ] μόνῳ Arr.Epict.2.16.46; ταῖς κατὰ θάλασσαν ἐργασίαις Dicaearch.1.24: abs., Macho 2.2; τὸ προσπεπονθός that which has an affinity with a thing, Plu.2.499e (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 776] (s. πάσχω), noch dazu leiden, erfahren, Plat. Phaed. 47 a u. Sp., wie Luc. Dem. enc. 40; noch dazu Leidenschaft haben, τινί, für Etwas, τῷ καλῷ, Cic. ad Attic. 2, 19; Plut. amator. 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσπάσχω: ἔχω πρόσθετόν τι ἢ ἰδιαίτερον ψυχικὸν πάθος, αἴσθημα, Πλάτ. Φαίδων 74Α˙ τινί, περί τινος πράγματος, Κικ. πρ. Ἀττ. 2. 19, Πλουτ. 2. 514Α, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 40, κτλ. ΙΙ. = προσπαθέω, Ἰσοκρ. 217Α, Μάχων ἐν «Ἐπιστολῇ» 1, Πλουτ. Σερτ. 26, πρβλ. προσπάθεια.

French (Bailly abrégé)

f. προσπείσομαι, ao.2 προσέπαθον, etc.
1 souffrir en outre;
2 avoir de l’affection ou du goût pour, τινι.
Étymologie: πρός, πάσχω.