φθατέω: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fthateo | |Transliteration C=fthateo | ||
|Beta Code=fqate/w | |Beta Code=fqate/w | ||
|Definition=aor. subj. [[φθατήσῃ]], glossed [[φθάσῃ]], Hsch.; cf. [[καταφθατόομαι]] (or rather | |Definition=aor. subj. [[φθατήσῃ]], glossed [[φθάσῃ]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[καταφθατόομαι]] (or rather -έομαι); also ψᾰτᾶσθαι, = [[προκαταλαμβάνειν]], Id.; [[ψατῆσαι]], = [[προειπεῖν]], Id. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
aor. subj. φθατήσῃ, glossed φθάσῃ, Hsch.; cf. καταφθατόομαι (or rather -έομαι); also ψᾰτᾶσθαι, = προκαταλαμβάνειν, Id.; ψατῆσαι, = προειπεῖν, Id.
Greek (Liddell-Scott)
φθατέω: ἴδε καταφθατέομαι.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φθάνω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθατέω, που απαντά στον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. φθατήσῃ
φθάσῃ και στη σύνθ. μτχ. κατα-φθατουμένη καθώς και οι τ. ψατᾶσθαι
προκαταλαμβάνειν και ψατῆσαι
προειπεῖν (για την εναλλαγή στο αρκτικό φθ/ψ βλ. λ. φθάνω) είναι επιτατικοί μεταρρηματικοί τ. σχηματισμένοι από το ρ. φθάνω με επίθημα -τάω / -τέω (πρβλ. σκιρ-τῶ: σκαίρω), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. φθατός].