ἐνθυμηματώδης: Difference between revisions
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
(12) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνθυμηματώδης]], -ες (Α)<br /><b>(λογ.)</b> αυτός που έχει ενθυμήματα, ο [[γεμάτος]] με ενθυμήματα. | |mltxt=[[ἐνθυμηματώδης]], -ες (Α)<br /><b>(λογ.)</b> αυτός που έχει ενθυμήματα, ο [[γεμάτος]] με ενθυμήματα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνθῡμηματώδης:''' имеющий характер умозаключения (ἐνθυμηματώδεις τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A enthymematic, Arist. Rh.Al.1439a5.
German (Pape)
[Seite 843] ες, sentenzenartig, -reich.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθυμηματώδης: -ες, ἔχων ἐνθυμήματα, ἐνθυμηματικός, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 33. 3.
Spanish (DGE)
-ες
ret. entimemático, que consiste en un entimema ἐνθυμηματώδεις καὶ γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.Rh.1439a6.
Greek Monolingual
ἐνθυμηματώδης, -ες (Α)
(λογ.) αυτός που έχει ενθυμήματα, ο γεμάτος με ενθυμήματα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθῡμηματώδης: имеющий характер умозаключения (ἐνθυμηματώδεις τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Arst.).