ἐνθυμηματώδης
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ἐνθυμηματῶδες, enthymematic, Arist. Rh.Al.1439a5.
Spanish (DGE)
-ες
ret. entimemático, que consiste en un entimema ἐνθυμηματώδεις καὶ γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.Rh.1439a6.
German (Pape)
[Seite 843] ες, sentenzenartig, -reich.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθῡμηματώδης: имеющий характер умозаключения (ἐνθυμηματώδεις τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθυμηματώδης: -ες, ἔχων ἐνθυμήματα, ἐνθυμηματικός, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 33. 3.
Greek Monolingual
ἐνθυμηματώδης, -ες (Α)
(λογ.) αυτός που έχει ενθυμήματα, ο γεμάτος με ενθυμήματα.