φθατέω: Difference between revisions
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(45) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fthateo | |Transliteration C=fthateo | ||
|Beta Code=fqate/w | |Beta Code=fqate/w | ||
|Definition=aor. subj. | |Definition=aor. subj. [[φθατήσῃ]], glossed [[φθάσῃ]], Hsch.; cf. [[καταφθατόομαι]] (or rather <b class="b3">-έομαι</b>); also ψᾰτᾶσθαι, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[προκαταλαμβάνειν]], Id.; [[ψατῆσαι]], = [[προειπεῖν]], Id.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:55, 8 July 2020
English (LSJ)
aor. subj. φθατήσῃ, glossed φθάσῃ, Hsch.; cf. καταφθατόομαι (or rather -έομαι); also ψᾰτᾶσθαι,
A = προκαταλαμβάνειν, Id.; ψατῆσαι, = προειπεῖν, Id.
Greek (Liddell-Scott)
φθατέω: ἴδε καταφθατέομαι.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φθάνω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθατέω, που απαντά στον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. φθατήσῃ
φθάσῃ και στη σύνθ. μτχ. κατα-φθατουμένη καθώς και οι τ. ψατᾶσθαι
προκαταλαμβάνειν και ψατῆσαι
προειπεῖν (για την εναλλαγή στο αρκτικό φθ/ψ βλ. λ. φθάνω) είναι επιτατικοί μεταρρηματικοί τ. σχηματισμένοι από το ρ. φθάνω με επίθημα -τάω / -τέω (πρβλ. σκιρ-τῶ: σκαίρω), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. φθατός].