ἀναχνοαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναχνοαίνομαι:''' Παθ., [[αποκτώ]] το πρώτο [[χνούδι]] ([[χνόος]]), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀναχνοαίνομαι:''' Παθ., [[αποκτώ]] το πρώτο [[χνούδι]] ([[χνόος]]), σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναχνοαίνομαι:''' покрываться пушком, обрастать (τριχί Arph.).
}}
}}

Revision as of 16:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχνοαίνομαι Medium diacritics: ἀναχνοαίνομαι Low diacritics: αναχνοαίνομαι Capitals: ΑΝΑΧΝΟΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: anachnoaínomai Transliteration B: anachnoainomai Transliteration C: anachnoainomai Beta Code: a)naxnoai/nomai

English (LSJ)

(χνοῦς)

   A get the first down, Ar.Ach.791.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχνοαίνομαι: παθ., φύω τὸν πρῶτον χνοῦν, τὰς πρώτας τρίχας (χνόος), κωμικῶς ἐπὶ χοίρου, αἱ δ’ ἂν παχυνθῇ κἀναχνοιανθῇ τριχί, κάλλιστος ἔσται χοῖρος Ἀφροδίτᾳ θύειν, «ἐὰν ἀκμάσῃ καὶ ἡβήσῃ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 791.

French (Bailly abrégé)

se couvrir de soies litt. de duvet.
Étymologie: ἀνά, χνόος.

Greek Monolingual

ἀναχνοαίνομαι (Α) χνους
αποκτώ χνούδι, τρίχες.

Greek Monotonic

ἀναχνοαίνομαι: Παθ., αποκτώ το πρώτο χνούδι (χνόος), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχνοαίνομαι: покрываться пушком, обрастать (τριχί Arph.).