θεωροδόκος: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεωροδόκος]] και [[θεαροδόκος]] και θεουροδόκος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πολίτης]] που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα<br /><b>2.</b> [[πολίτης]] που υποδέχεται τους θεωρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεωρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), | |mltxt=[[θεωροδόκος]] και [[θεαροδόκος]] και θεουροδόκος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πολίτης]] που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα<br /><b>2.</b> [[πολίτης]] που υποδέχεται τους θεωρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεωρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>ξενο</i>-[[δόκος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 23 August 2021
English (LSJ)
Doric and Arc. θεαροδόκος, Thessalian θεουροδόκος Inscr.Magn. 26, Cor. θιαροδόκος ib. 44; ὁ: — one who receives the θεωροί, IG 4.727 (Hermione, iv BC), 5(2).389 (Lusi), SIG 608.7 (Delph., ii BC), etc.
Greek (Liddell-Scott)
θεωροδόκος: Δωρ. θεᾱροδόκος, ὁ, «ὁ τῶν θεωρικῶν χρημάτων ἐπιμελούμενος» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ ὑποδεχόμενος τοὺς θεωρούς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1193, 2670. - θεωροδοκία, ἡ, τὸ ὑπούργημα τοῦ θεωροδόκου, αὐτόθι 1693. 17· τὴν θεαροδοκίαν τῶν Δηλίων αὐτόθι 2329.
Greek Monolingual
θεωροδόκος και θεαροδόκος και θεουροδόκος, -ον (Α)
1. πολίτης που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα
2. πολίτης που υποδέχεται τους θεωρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος.