ὑποδέκτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
(6_19)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποδέκτης''': -ου, ὁ, ὁ ὑποδεχόμενος ἢ παραδεχόμενος, μετανοούντων ὑποδέκτα Ἀνώνυμ. εἰς Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. λόγον εἰς τὴν Ὕψωσιν τοῦ Σταυροῦ 147. ΙΙ. ὁ δεχόμενος, παραλαμβάνων χρήματα, [[εἰσπράκτωρ]]. ταμιακῶν χρημάτων ἢ βασιλικῶν, Ἀθαν. τ, 1, σ. 861, Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 239, κλπ.
|lstext='''ὑποδέκτης''': -ου, ὁ, ὁ ὑποδεχόμενος ἢ παραδεχόμενος, μετανοούντων ὑποδέκτα Ἀνώνυμ. εἰς Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. λόγον εἰς τὴν Ὕψωσιν τοῦ Σταυροῦ 147. ΙΙ. ὁ δεχόμενος, παραλαμβάνων χρήματα, [[εἰσπράκτωρ]]. ταμιακῶν χρημάτων ἢ βασιλικῶν, Ἀθαν. τ, 1, σ. 861, Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 239, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[ὑποδέχομαι]]<br />[[ταμίας]], [[αρμόδιος]] για την [[παραλαβή]] τών χρημάτων του δημόσιου ταμείου<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ὑποδοχεύς]], αυτός που υποδέχεται ή φιλοξενεί κάποιον.
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδέκτης Medium diacritics: ὑποδέκτης Low diacritics: υποδέκτης Capitals: ΥΠΟΔΕΚΤΗΣ
Transliteration A: hypodéktēs Transliteration B: hypodektēs Transliteration C: ypodektis Beta Code: u(pode/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A receiver, steward, a financial official, = καταπομπός, τῶν κελευσθέντων ἀπαιτηθῆναι PLips.ap. Wilcken Chr.43 intr. (iv A. D.); ἐσθῆτος, οἴνου, Stud.Pal.20.87.1, 91.1 (iv A. D.): abs., POxy.136.15 (vi A. D.), PLond.5.1667.1 (vi A. D.), Just.Nov.163.2, etc.

German (Pape)

[Seite 1214] ὁ, Aufnehmer, Annehmer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδέκτης: -ου, ὁ, ὁ ὑποδεχόμενος ἢ παραδεχόμενος, μετανοούντων ὑποδέκτα Ἀνώνυμ. εἰς Ἀνδρ. Κρήτ. λόγον εἰς τὴν Ὕψωσιν τοῦ Σταυροῦ 147. ΙΙ. ὁ δεχόμενος, παραλαμβάνων χρήματα, εἰσπράκτωρ. ταμιακῶν χρημάτων ἢ βασιλικῶν, Ἀθαν. τ, 1, σ. 861, Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 239, κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ ὑποδέχομαι
ταμίας, αρμόδιος για την παραλαβή τών χρημάτων του δημόσιου ταμείου
αρχ.
ο ὑποδοχεύς, αυτός που υποδέχεται ή φιλοξενεί κάποιον.