καταπομπός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, one who conveys or one who delivers, c. gen., POxy.1415.5 (iii A. D.), etc.
Greek Monolingual
καταπομπός, ὁ (Α)
πάπ. αυτός που φέρνει ή παραδίνει κάτι σε κάποιον («καταπομπὸς οἴνου», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πομπός (< πομπός < πέμπω), πρβλ. αναπομπός, προπομπός.