ἐνθυμηματώδης: Difference between revisions
From LSJ
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες<br />ret. [[entimemático]], [[que consiste en un entimema]] ἐνθυμηματώδεις καὶ γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.<i>Rh</i>.1439<sup>a</sup>6. | |dgtxt=-ες<br />ret. [[entimemático]], [[que consiste en un entimema]] ἐνθυμηματώδεις καὶ γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.<i>Rh</i>.1439<sup>a</sup>6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνθυμηματώδης]], -ες (Α)<br /><b>(λογ.)</b> αυτός που έχει ενθυμήματα, ο [[γεμάτος]] με ενθυμήματα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A enthymematic, Arist. Rh.Al.1439a5.
German (Pape)
[Seite 843] ες, sentenzenartig, -reich.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθυμηματώδης: -ες, ἔχων ἐνθυμήματα, ἐνθυμηματικός, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 33. 3.
Spanish (DGE)
-ες
ret. entimemático, que consiste en un entimema ἐνθυμηματώδεις καὶ γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.Rh.1439a6.
Greek Monolingual
ἐνθυμηματώδης, -ες (Α)
(λογ.) αυτός που έχει ενθυμήματα, ο γεμάτος με ενθυμήματα.