ἐχθροποιός: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
(6_17)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχθροποιός''': -όν, ὁ ἔχθραν ποιῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 54.
|lstext='''ἐχθροποιός''': -όν, ὁ ἔχθραν ποιῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 54.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐχθροποιός]], -όν (ΑΜ)<br />αυτός που προκαλεί [[εχθρότητα]], που κάνει κάποιον εχθρό («ἐχθροποιὸν ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εχθρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]])].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχθροποιός Medium diacritics: ἐχθροποιός Low diacritics: εχθροποιός Capitals: ΕΧΘΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: echthropoiós Transliteration B: echthropoios Transliteration C: echthropoios Beta Code: e)xqropoio/s

English (LSJ)

όν,

   A causing enmity, δαίμονες Charond. ap. Stob.4.2.24, cf.App.BC1.54.

German (Pape)

[Seite 1125] zum Feinde machend, verfeindend; Erkl. von ἐχθοδοπός Schol. Plat. a. a. O.; App. B. C. 1, 54.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθροποιός: -όν, ὁ ἔχθραν ποιῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 54.

Greek Monolingual

ἐχθροποιός, -όν (ΑΜ)
αυτός που προκαλεί εχθρότητα, που κάνει κάποιον εχθρό («ἐχθροποιὸν ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + -ποιός (< ποιώ)].