ἀναχνοαίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀναχνοαίνομαι]] (Α) [[χνους]]<br />[[αποκτώ]] [[χνούδι]], [[τρίχες]]. | |mltxt=[[ἀναχνοαίνομαι]] (Α) [[χνους]]<br />[[αποκτώ]] [[χνούδι]], [[τρίχες]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναχνοαίνομαι:''' Παθ., [[αποκτώ]] το πρώτο [[χνούδι]] ([[χνόος]]), σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
(χνοῦς)
A get the first down, Ar.Ach.791.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχνοαίνομαι: παθ., φύω τὸν πρῶτον χνοῦν, τὰς πρώτας τρίχας (χνόος), κωμικῶς ἐπὶ χοίρου, αἱ δ’ ἂν παχυνθῇ κἀναχνοιανθῇ τριχί, κάλλιστος ἔσται χοῖρος Ἀφροδίτᾳ θύειν, «ἐὰν ἀκμάσῃ καὶ ἡβήσῃ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 791.
French (Bailly abrégé)
se couvrir de soies litt. de duvet.
Étymologie: ἀνά, χνόος.
Greek Monolingual
ἀναχνοαίνομαι (Α) χνους
αποκτώ χνούδι, τρίχες.
Greek Monotonic
ἀναχνοαίνομαι: Παθ., αποκτώ το πρώτο χνούδι (χνόος), σε Αριστοφ.