λύγδινος: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0067.png Seite 67]] von weißem Marmor, [[εἴδωλον]], Antp. Sid. 24 (VI, 209); blendend weiß wie Marmor, [[τράχηλος]], Anacr. 15, 25; λύγδινα κώνια μαστῶν, Philodem. 18 (V, 13).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0067.png Seite 67]] von weißem Marmor, [[εἴδωλον]], Antp. Sid. 24 (VI, 209); blendend weiß wie Marmor, [[τράχηλος]], Anacr. 15, 25; λύγδινα κώνια μαστῶν, Philodem. 18 (V, 13).
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de marbre blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λύγδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λύγδῐνος''': -η, -ον, ἐκ χαλκοῦ μαρμάρου, Βάβρ. 30. 1, Ἀνθ. Π. 6. 209. 2) λευκὸς ὡς [[μάρμαρον]], λ. κώνια μαστῶν ὁ αὐτ. 5. 13· [[τράχηλος]] Ἀνακρεόντ. 15. 27.
|lstext='''λύγδῐνος''': -η, -ον, ἐκ χαλκοῦ μαρμάρου, Βάβρ. 30. 1, Ἀνθ. Π. 6. 209. 2) λευκὸς ὡς [[μάρμαρον]], λ. κώνια μαστῶν ὁ αὐτ. 5. 13· [[τράχηλος]] Ἀνακρεόντ. 15. 27.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de marbre blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λύγδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:28, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύγδῐνος Medium diacritics: λύγδινος Low diacritics: λύγδινος Capitals: ΛΥΓΔΙΝΟΣ
Transliteration A: lýgdinos Transliteration B: lygdinos Transliteration C: lygdinos Beta Code: lu/gdinos

English (LSJ)

η, ον, A of white marble, βωμός Africa Italiana 1.325 (Cyrene, i B.C.), cf. AP6.209 (Antip. Thess.), Babr.30.1; λυγδίνη λίθος Philostr.Im. Prooem. 2 marble-white, λ. κώνια μαστῶν AP5.12 (Phld.); τράχηλος Anacreont.15.27.

German (Pape)

[Seite 67] von weißem Marmor, εἴδωλον, Antp. Sid. 24 (VI, 209); blendend weiß wie Marmor, τράχηλος, Anacr. 15, 25; λύγδινα κώνια μαστῶν, Philodem. 18 (V, 13).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de marbre blanc.
Étymologie: λύγδος.

Greek (Liddell-Scott)

λύγδῐνος: -η, -ον, ἐκ χαλκοῦ μαρμάρου, Βάβρ. 30. 1, Ἀνθ. Π. 6. 209. 2) λευκὸς ὡς μάρμαρον, λ. κώνια μαστῶν ὁ αὐτ. 5. 13· τράχηλος Ἀνακρεόντ. 15. 27.

Greek Monolingual

λύγδινος, -ίνη, -ον (Α) λυγδος
1. κατασκευασμένος από λευκό μάρμαρο, μαρμάρινος («λυγδίνη λίθος», Φιλόστρ.)
2. (για το σώμα) λευκός και στιλπνός σαν το επεξεργασμένο μάρμαρο, αστραφτερός («περὶ λυγδίνῳ τραχήλῳ χάριτες πέτοιντο πᾶσαι», Ανακρεόντ.).

Greek Monotonic

λύγδῐνος: -η, -ον,
1. από λευκό μάρμαρο, σε Βάβρ., Ανθ.
2. λευκός σαν μάρμαρο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λύγδῐνος: Anth. λυγδίνεος 3
1) из белого мрамора, беломраморный (εἴδωλον Anth.);
2) белый как мрамор (τράχηλος Anacr.; κωνία μαστῶν Anth.).

Middle Liddell

λύγδῐνος, η, ον
1. of white marble, Babr., Anth.
2. marble-white, Anth. [from λύγδος