ἰσασμός

From LSJ
Revision as of 13:49, 31 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ὁ</b>" to "ῐ], ὁ")

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσασμός Medium diacritics: ἰσασμός Low diacritics: ισασμός Capitals: ΙΣΑΣΜΟΣ
Transliteration A: isasmós Transliteration B: isasmos Transliteration C: isasmos Beta Code: i)sasmo/s

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,

   A equalization, Epicur.Nat.15.21 (pl.).

Greek Monolingual

και ισιασμός, ο (ΑΜ ἰσασμός, Μ και ἰσιασμός και ἰσαμός) ισάζω
το να κάνει κάποιος κάτι ίσο, ευθυγράμμιση, εξίσωση, εξομάλυνση
νεοελλ.
ναυτ. «ισασμός κεραιών» — η οριζοντίωση τών κεραιών, η τακτοποίηση τών κεραιών στη σωστή τους θέση
μσν.
1. σύμβαση, συνθήκη
2. συμφωνία, διακανονισμός, συνδιαλλαγή.